Με τα στοιχεία που έχουμε στη διάθεσή μας μέχρι σήμερα, μπορούμε να θεωρήσουμε ότι η είσοδος της βελόνας σε συγκεκριμένο σημείο ή περιοχή του δέρματος κινητοποιεί διαφορετικούς νευρικούς μηχανισμούς και προκαλεί τρεις διαφορετικές αντιδράσεις:
Η είσοδος της βελόνας στο δέρμα προκαλεί την παραγωγή ρεύματος μικρής έντασης (10μΑ) το οποίο διεγείρει την κυτταρική μεμβράνη, προκαλώντας μεταβολές στην ενδοκυττάρια και εξωκυττάρια συγκέντρωση των ιόντων νατρίου και καλίου, με τελικό αποτέλεσμα τη διέγερση των αισθητικών υποδοχέων και των νευρικών απολήξεων της περιοχής. Ταυτόχρονα, η είσοδος της βελόνας στο δέρμα, εξαιτίας του ελάχιστου τραυματισμού που προκαλεί, οδηγεί στη δημιουργία μικρής φλεγμονώδους αντίδρασης που εκτείνεται σε απόσταση 1-3 εκατοστά από το σημείο εισόδου και διαρκεί 24-72 ώρες (νευρογενής φλεγμονή).
Στη γένεση της φλεγμονής συμμετέχουν ενδογενείς ουσίες, όπως η σεροτονίνη, η βραδυκινίνη, η ουσία P, η ισταμίνη, οι προσταγλανδίνες καθώς και άλλα ιόντα, οξέα και νευροπεπτίδια. Οι μηχανισμοί αυτοί προκαλούν ένα συνεχές περιφερικό αισθητικό ερέθισμα, που είναι ικανό να ενεργοποιήσει ενδογενείς μηχανισμούς αναλγησίας και ομοιόστασης.
Έτσι η απάντηση του νευρικού συστήματος κατευθύνεται στη δερματική περιοχή όπου έχει τοποθετηθεί η βελόνα βελονισμού. Η ένταση της απάντησης είναι εξαρτημένη από τον θεραπευτή αφού επηρεάζεται από το πάχος της βελόνας που χρησιμοποιείται, το βάθος βελονισμού και το χειρισμό της βελόνας.
Η είσοδος της βελόνας βελονισμού στο δέρμα προκαλεί τον ερεθισμό ενός αισθητικού υποδοχέα. Το ερέθισμα κατόπιν μεταφέρεται στο νωτιαίο μυελό και από εκεί παράγεται μια απαντητική αντίδραση που μπορεί να αφορά έκταση μεγαλύτερη από αυτή της περιοχής ερεθισμού. Οι γνώσεις που αποκτήθηκαν από τη νευροφυσιολογία μας επιτρέπουν να διακρίνουμε την παρουσία διάφορων αντανακλαστικών τόξων που εμπλέκονται στη δράση του αποτελέσματος του βελονισμού, αλλά και στην επιλογή των σημείων βελονισμού.
Τα σπουδαιότερα από αυτά είναι:
Εκτός όμως από τα παραπάνω αντανακλαστικά, υπάρχουν και άλλα που συμβάλλουν περισσότερο η λιγότερο στη δράση του βελονισμού. Κάποια από αυτά όπως τα σπλαγχνοσπλαγχνικά και τα φυτικά αντανακλαστικά έχουν διερευνηθεί σε μεγάλο βαθμό, ενώ άλλα συνεχώς ανακαλύπτονται και μελετώνται πειραματικά.
Η πρώτη επιστημονικά τεκμηριωμένη απόδειξη της αναλγητικής δράσης του βελονισμού προήλθε με την ανακάλυψη των ενδορφινών και την κατάδειξη ιδιαίτερα αυξημένων επιπέδων μετά την είσοδο των βελονών. Οι ενδορφίνες αποτελούν ουσίες που ανήκουν στην οικογένεια των ενδογενών οπιοειδών πεπτιδίων και έχουν ισχυρή παυσίπονη και καταπραϋντική δράση. Παράγονται στον εγκέφαλο, το νωτιαίο μυελό και σε άλλα μέρη του σώματος, σαν απάντηση του οργανισμού σε επώδυνα ή αγχογόνα ερεθίσματα. Μέχρι σήμερα έχουν ανιχνευθεί τρία κλάσματα της ενδορφίνης, η α-, β- και γ ενδορφίνη. Εκτός όμως από τις ενδορφίνες, στη μεγάλη οικογένεια των ενδογενών οπιοειδών ανήκουν και άλλα πεπτίδια που ανακαλύφθηκαν αργότερα όπως οι εγκεφαλίνες και οι δυνορφίνες. Οι τελευταίες περιλαμβάνουν την δυνορφίνη α, τη δυνορφίνη β και μικρότερα κλάσματα αυτών και συμμετέχουν στη μεταβίβαση των επώδυνων ερεθισμάτων στο Κεντρικό Νευρικό Σύστημα. Εκτός όμως από τα ενδογενή οπιοειδή πεπτίδια, σημαντικό ρόλο στην αναλγητική δράση του βελονισμού παίζουν και οι νευροδιαβιβαστές, που παράγονται σαν απάντηση του οργανισμού στο δερματικό ερεθισμό μετά την είσοδο της βελόνας με κυριότερους εκπροσώπους τη σεροτονίνη, την νορεπινεφρίνη και το GABA. Πολλά σύγχρονα φάρμακα που χρησιμοποιούνται στην θεραπεία του χρόνιου πόνου, όπως οι αναστολείς της σεροτονινεργικής επαναπρόσληψης (SSRI) δρουν με μηχανισμό ανάλογο του βελονισμού. Εκτός όμως από τις αναλγητικές ενδογενείς ουσίες που εκκρίνονται με το βελονισμό, έχει διαπιστωθεί η αύξηση των επιπέδων μιας πλειάδας άλλων ουσιών που συμμετέχουν έμμεσα στο θεραπευτικό αποτέλεσμα όπως κορτιζόλης, ACTH και προσταγλανδινών.
Η έρευνα σε μεγάλα πανεπιστημιακά και ερευνητικά κέντρα της Ευρώπης και των ΗΠΑ για την πλήρη διαλεύκανση του μηχανισμού δράσης του βελονισμού συνεχίζεται. Κρατικοί φορείς επιδοτούν με μεγάλα χρηματικά ποσά τις ομάδες που συμμετέχουν στις μελέτες αυτές. Ο βελονισμός είναι αποτελεσματικός κάτι που είναι γνωστό εδώ και χιλιάδες χρόνια. Παράλληλα όμως αποτελεί απλούστερη, οικονομικότερη και χωρίς ιδιαίτερες παρενέργειες θεραπευτική μέθοδο κάτι που εκτιμάται ιδιαίτερα στη σημερινή εποχή της ιατρικής υπερεξειδίκευσης.
Το σαφές νευροφυσιολογικό υπόστρωμα της δράσης του βελονισμού και το γεγονός ότι μπορεί να συνδυαστεί άριστα με την κλασική θεραπευτική αγωγή, είχε σαν αποτέλεσμα την ευρεία του αποδοχή από τον ιατρικό κόσμο και την ένταξή του στα σύγχρονα συστήματα υγειονομικής περίθαλψης. Είναι η μοναδική ανάμεσα στις πλέον των 150 καταγεγραμμένων συμπληρωματικών - εναλλακτικών μεθόδων, που εφαρμόζεται σε Δημόσια Νοσοκομεία σε όλον τον κόσμο.